χωράφϊ(ον)

χωράφϊ(ον)
τό
1) поле; нива; 2) поместье, имение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χωράφϊ(ον)" в других словарях:

  • χωράφι — το / χωράφιον, ΝΜΑ καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης νεοελλ. 1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός 2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά 3. στον πληθ. (τα) χωράφια (διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια») 4. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • χωράφι — το 1. αγρός που σπέρνεται. 2. στον πληθ., χωράφια καλλιεργήσιμες εκτάσεις: Έχει πολλά χωράφια στην περιοχή αυτή. 3. παροιμ., «κάλλιο λόγια στο χωράφι παρά μάγκανα στ αλώνι», οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωχώραφο — και ξωχώραφο, το 1. χωράφι που βρίσκεται έξω από το κύριο χωράφι 2. χωράφι έξω από φραγμένο κτήμα που ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek

  • αγρανάπαυση — Χρονική περίοδος ανάπαυσης των χωραφιών μετά από εξαντλητική καλλιέργεια. Η διάρκεια της α. είναι συνήθως ένας χρόνος και εξαρτάται από το είδος του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής όπου βρίσκεται το χωράφι. Εφαρμόζεται κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • άσπορος — η, ο (AM ἄσπορος, ον) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος») 2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους… …   Dictionary of Greek

  • ακαψάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει καψαλιστεί 2. αφρυγάνιαστος «ψωμί ακαψάλιστο» 3. «χωράφι ακαψάλιστο» χωράφι, τού οποίου δεν έκαψαν τα καλάμια μετά τον θερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + < καψαλιστός < καψαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • δασώνω — [δάσος] Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος 2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε») 3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά») 4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει… …   Dictionary of Greek

  • δενδρολογώ — ( έω) φυτεύω δένδρα («χωράφι δενδρολογημένο» χωράφι με δένδρα, σύδεντρο) …   Dictionary of Greek

  • μεσιακός — και μεσακός και μισιακός και μισακός, ή, ό (Μ μεσιακός και μεσακός, ή, όν) μεσαίος νεοελλ. αυτός που ανήκει σε δύο άτομα από μισό στον καθένα («μεσιακό χωράφι» το χωράφι που παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη σε κάποιον για καλλιέργεια και… …   Dictionary of Greek

  • ξακρίζω — 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου 2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ») 3. βάζω κάτι κατά μέρος… …   Dictionary of Greek

  • σιταροχώραφο — και σταροχώραφο, το, Ν χωράφι κατάλληλο για την καλλιέργεια σιταριού, σιταγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + χωράφι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»